Σάββατο 9 Απριλίου 2011

από Οδυσσεα ΛορεντζοΚαπου μακρια εξω απο το παραθυρο πλησιαζει μια χρυσαφια θαλασσα. Φουσκωνε απο το μεσημερι και οσο πηρε να βραδιαζει πορφυρισε, αναψε τα σπιτια τα συννεφα τα δεντρα. Εσπασε στους καθρεφτες των μπαλκονιων και στραφηκε στο δημιουργο του. Μερικες ακτινες ξεστρατιζουν τρυπουν τη σκοτεινια στο δωματιο. Η γατα ανοιξε παλι τις κουρτινες, ψαχνει το φως ο καπνος στο δωματιο την επνιξε. Της ανοιγω το τζαμι και βγαινω εξω. Ενας ζεστος νοτιας πυκνωνει τον αερα με τα παιδια των δεντρων και τρεχει μανιασμενος στο βορρια να παλεψει για την επικρατεια του. Παντα μαχονται οι δυο τους τον απριλη για να υποδεχθουν τον αντρα που σε δυο βδομαδες θα σηκωσει το σταυρο. Ο βορριας στραταρχης του χειμωνα πασχιζει ακομη να απλωσει τον κρυο του μανδυα ατον ουρανο να καθαρισει το στερεωμα απο καθε ζωη. Οσοι μπορουν να δουν καταλαβαινουν πως η μαχη βαστα αιωνες. Στο χωμα νεαροι βλαστοι βλεπουν με τρομο το θεαμα με αγωνια. Ειναι νεοι ακομη και ο κοσμος τους ξαφνιαζει. Ωρες μετα ο νοτιας ξεσκιζει τα τελευταια συννεφα τα δουλικα στιφη του βορρια. αν και το ψυχρο χερι του βορρια δεν αγγιξε την παλλομενη αρματωσια του μια μεγαλη πληγη ματωνει στο στηθος του. Παραπατα και γερνει να ξαποστασει στη μερωμενη θαλασσα. Κοιταζει χαμηλα, στις αμμοστρωτες ερημους της μαυρης ηπειρου. Ο πονος δτην πληγη θεριευει. Ενα αλικο ποταμι αιμα τις διαπερνα αγριεμενο τρεχει να βρει τον αρμυρο του αδερφο, χαμενο απο παλια στην κυανη μανα του... Απάντηση Προώθηση


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου